- επισυλλογισμός
- ο(λογ.), σύνθετος συλλογισμός, που η μία από τις προκείμενές του είναι συμπέρασμα του αμέσως προηγούμενου συλλογισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισυλλογισμός — ο συλλογισμός τού οποίου η μείζων πρόταση είναι το συμπέρασμα αμέσως προηγούμενου συλλογισμού … Dictionary of Greek